ζεματίζομαι

ζεματίζομαι
haşlanmak, yanmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζεματίζομαι — ζεματίζομαι, ζεματίστηκα, ζεματισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. ζεματιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κατακαίω — (Α κατακαίω) καίω εντελώς, αφανίζω, καταστρέφω νεοελλ. με εξωτερική επενέργεια νεκρώνω τα συστατικά ενός πράγματος («η παγωνιά κατάκαψε τα λαχανικά») νεοελλ. μσν. παθ. κατακαίομαι ζεματίζομαι μσν. 1. (για έρωτα) προκαλώ ερωτικό πάθος 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ζεματιέμαι — ζεματιέμαι, ζεματίστηκα, ζεματισμένος βλ. πίν. 173 και πρβλ. ζεματίζομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”